πεντακισμύριοι
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ῡ], αι, α, fifty thousand, Hdt.7.103, Luc.Pisc. 20.
German (Pape)
[Seite 556] funfzigtausend, Her. 7, 103 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
cinquante mille.
Étymologie: πεντάκις, μύριοι.
Greek (Liddell-Scott)
πεντακῐσμύριοι: [ῠ], -αι, -α, πεντάκις μύριοι, δηλ. 50,000, Ἡρόδ. 7. 103, Λουκ. Ἁλιεὺς 20.
Greek Monolingual
-ες, -α / πεντακισμύριοι, -αι, -α, ΝΑ
πέντε φορές μύριοι, δηλ. πενήντα χιλιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάκις + μύριοι].
Greek Monotonic
πεντᾰκισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, πέντε φορές επί δέκα χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰκισμύριοι: (ῡ) пятьдесят тысяч Her., Luc.