σταχυητόμος

From LSJ
Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠητόμος Medium diacritics: σταχυητόμος Low diacritics: σταχυητόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyētómos Transliteration B: stachyētomos Transliteration C: stachyitomos Beta Code: staxuhto/mos

English (LSJ)

ον, cutting ears of corn, reaping, ὅπλον AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 931] Aehren schneidend, ὅπλον, heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe des épis.
Étymologie: στάχυς, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυητόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, ὅπλον Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σταχυοτόμος.

Greek Monotonic

στᾰχυητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, θεριστικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυητόμος: срезающий колосья, жатвенный (ὅπλον Anth.).

Middle Liddell

στᾰχυη-τόμος, ον, τέμνω
cutting ears of corn, Anth.