συγκαλλύνω
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
sweep up together, Arist.Pr.936b27.
German (Pape)
[Seite 964] zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαλλύνω: καλλύνω, σαρώνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. καλλύνω.
Greek Monolingual
Α
σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)].
Russian (Dvoretsky)
συγκαλλύνω: (ῡ) сметать, сгребать вместе (τὸ διαρριπτούμενον Arst.).