σπαργανάω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
= σπαργανόω, (swaddle) Pl.Lg.789e.
German (Pape)
[Seite 917] = σπαργανόω, σπαργανίζω, Plat. Legg. V, 782 e.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνάω: σπαργανόω, Πλάτ. Νόμ. 782E.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαργανάω zie σπαργανίζω.
Russian (Dvoretsky)
σπαργᾰνάω: Plat. и σπαργᾰνίζω Hes. = σπαργανόω.