συναγαπάω

From LSJ
Revision as of 09:12, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγᾰπάω Medium diacritics: συναγαπάω Low diacritics: συναγαπάω Capitals: ΣΥΝΑΓΑΠΑΩ
Transliteration A: synagapáō Transliteration B: synagapaō Transliteration C: synagapao Beta Code: sunagapa/w

English (LSJ)

love along with, [τοῖς φίλοις] τοὺς φίλους Plb.1.14.4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀγαπάω.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγᾰπάω: ἀγαπῶ ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς φίλοις τοὺς φίλους Πολύβ. 1. 14, 4.

Greek Monotonic

συνᾰγᾰπάω: μέλ. -ήσω, αγαπώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγᾰπάω: вместе любить: σ. τινί τινα Polyb. разделять с кем-л. любовь к кому-л.

Middle Liddell

fut. ήσω
to love along with, τινί Polyb.