τανυμήκης

From LSJ
Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠμήκης Medium diacritics: τανυμήκης Low diacritics: τανυμήκης Capitals: ΤΑΝΥΜΗΚΗΣ
Transliteration A: tanymḗkēs Transliteration B: tanymēkēs Transliteration C: tanymikis Beta Code: tanumh/khs

English (LSJ)

ες, long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.

Greek Monolingual

-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].

Greek Monotonic

τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).

Middle Liddell

τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.