τετραχῇ
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
Adv. = τέτραχα, X.HG5.2.7, Plu.Ant.29, Luc.Nav.16, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
de quatre façons.
Étymologie: τέτταρες, -χος.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰχῇ: Ἐπίρρ. = τέτραχα, Ξενοφ. Ἑλλην. 5. 2, 7, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 16, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- (βλ. λ. τέσσερεις) + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. πεντ-αχ-ῇ)].
Greek Monotonic
τετρᾰχῇ: επίρρ., = το προηγ., σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰχῇ: adv.
1) на четыре части Xen., Luc.;
2) четырьмя способами или в четырех значениях Arst., Plut.