τῆλις
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἡ, gen. εως Hp.Mul.2.194, PTeb.55.8 (ii B.C.), etc., also ιος Hp.Epid.5.68 (= 7.65), PLille37.5,al., A PLond.ined.2360, PCair.Zen. 731.10 (all iii B.C.):—fenugreek, Trigonella foenum-graecum, Il. cc., Thphr.HP3.17.2, PLond.1.131.290 (i A.D.), Dsc.2.102, Sor.1.56, al., Gal.6.537, PHolm.15.25, etc.; written τίλ- in good codd. of Gp.2.18.11, al.
τῆλις, ιδος, ἡ, v. τᾶλις.
German (Pape)
[Seite 1107] ιδος, ἡ, s. τᾶλις. εως u. ιδος, ἡ, ein Hülsengewächs, Bockshorn, foenum graecum; Ammian. 20 (XI, 413); Luc. Tragodop.
Greek (Liddell-Scott)
τῆλις: εως καὶ ιδος, ἡ, ἔλλοβον (ὀσπριῶδες) φυτόν, κοινῶς «μοσχοσίταρον», foenum Graecum, Ἱππ. 668. 27, Θεοφράστου π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 2.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. -ιος και τήλη, -ης, Α
το φυτό τήλι, είδος του γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο
αρχ.
τᾱλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. tāla- «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος, μόσχευμα», καθώς και με το ελλ. τᾶλις δεν θεωρούνται πιθανές].
Russian (Dvoretsky)
τῆλις: εως и ιδος ἡ бот. верблюжье сено (Trigonella foenum Graecum) Luc., Anth.
Frisk Etymology German
τῆλις: -εως, -ιος
{tē̃lis}
Grammar: f.
Meaning: Bockshorn, Trigonella (Hp., Thphr., Pap. u.a.).
Derivative: Davon τήλ — ινο ς von Bockshorn, -ον (μύρον) n. (hell.u.sp.). -ίνη = κύτισος (Ps.-Dsk.; Strömberg Pfl. 43f.), -ίτης οἶνος (Gp.; Redard 100); zu ἐπιτηλίς s. bes. — Daneben τᾶλις, s. bes.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit Bezzenberger-Fick BB 6, 238. Fick 1, 440 als altererbt mit aind. tāla- m. Weinpalme, lat. tālea Stäbchen, Setzling, alit. talokas erwachsene Tochter, junges Mädchen verbunden. Gegen den Vergleich mit aind. tāla- und lat. tālea Mayrhofer bzw. Ernout-Meillet s.v.; alit. tal-okas weicht jedenfalls in der Vokalquantität ab. Nach Schneider IF 57, 200 und v. Windekens Lex. étym. s.v. (als Alternative) hierher noch toch. B śaktālye, A śäktālyi Same; abzulehnen (vgl. Pedersen Tocharisch 95).
Page 2,892-893