ἀλύμαντος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῡ], ον, unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume θείου συστήματος ... ἀλυμάντου del alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
•c. dat. γήρᾳ δ' ἀλύμαντος Plu.2.5e.
2 inalterado ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶς A.D.Pron.97.19, μέτρον Tz.Metr.Pind.23.27.
German (Pape)
[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.
Greek Monolingual
ἀλύμαντος -ον (AM) λυμαίνομαι
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλύμαντος: (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий.