ἀνδροδάϊκτος
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
[δᾰ], ον, man-slaying, murderous, A.Ch.860, cf. Fr.132.
Spanish (DGE)
-ον
asesino de hombres, que mata hombres πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων A.Ch.860, ἀ. ... κόπον A.Fr.212b, cf. Ar.Ra.1264.
German (Pape)
[Seite 218] mannmordend, κόπανον Aesch. Ch. 847; schwieriger ist das frg. des Aesch. bei Ar. Ran. 1263, wo es der Schol. auch trans., Andere pass., wo Männer getödtet werden, das Männergemetzel, übersetzen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, δαΐζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, φονικός, πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. ἰήκοπος.
Greek Monolingual
ἀνδροδάικτος, -ον (Α)
αντροφονιάς, ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].
Greek Monotonic
ἀνδροδάϊκτος: [δᾰ]-ον (ἀνήρ, δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροδάϊκτος: убивающий мужей, смертоносный (κόπανον Aesch.; κόπος Arph.).