ἀνδρεών
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Epic ἀνδρειών.
Spanish (DGE)
v. ἀνδρών.
German (Pape)
[Seite 217] Her. 3, 77, = ἀνδρών.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
c. ἀνδρών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρεών: ἀνδρηΐη, ἀνδρήϊος, Ἰων. ἀντὶ ἀνδρών, ἀνδρεία, ἀνδρεῖος.
Greek Monotonic
ἀνδρεών: ἀνδρηίη, ἀνδρήιος, Ιων. αντί ἀνδρών, ἀνδρεία, ἀνδρεῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρεών: ῶνος ὁ Her. = ἀνδρών.