ἀνταπερύκω
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
[ῡ], keep off in turn, AP15.14 (Theoph.).
German (Pape)
[Seite 244] dagegen abhalten, Anth. Pal. XV, 14.
French (Bailly abrégé)
repousser en revanche.
Étymologie: ἀντί, ἀπερύκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπερύκω: [ῡ], ἀποκρούω καὶ ἐγώ, Ἀνθ. Π. 15. 14.
Greek Monotonic
ἀνταπερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω με τη σειρά μου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπερύκω: (с другой стороны) отталкивать от себя (τινὰ φιλεῖν μέν, τινὰ δέ ἀ. Anth.).