ἀπείλλω

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείλλω Medium diacritics: ἀπείλλω Low diacritics: απείλλω Capitals: ΑΠΕΙΛΛΩ
Transliteration A: apeíllō Transliteration B: apeillō Transliteration C: apeillo Beta Code: a)pei/llw

English (LSJ)

v. ἀπίλλω.

Spanish (DGE)

v. ἀπίλλω.

German (Pape)

[Seite 284] v.l. für ἀπίλλω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπειλέω²;
c. ἀπίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.

Greek Monotonic

ἀπείλλω: ή -είλω, = ἀπειλέω, φράζω το δρόμο, προβάλλω προσκόμματα, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείλλω: Lys. v.l. = ἀπίλλω.