ἀντιπεριλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπεριλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιπεριλαμβάνω Low diacritics: αντιπεριλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antiperilambánō Transliteration B: antiperilambanō Transliteration C: antiperilamvano Beta Code: a)ntiperilamba/nw

English (LSJ)

embrace in turn, X.Smp. 9.4.

Spanish (DGE)

abrazar a su vezΔιόνυσος περιλαβὼν ἐφίλησε αὐτήν. Ἡ δὲ ... ἀντιπεριελάμβανεν X.Smp.9.4.

German (Pape)

[Seite 258] (s. λαμβάνω), dagegen umarmen, Xen. Conv. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour.
Étymologie: ἀντί, περιλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριλαμβάνω: περιπτύσσομαι καὶ αὐτός, περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν· ἡ δ’... ἀντιπεριελάμβανεν Ξεν. Συμπ. 9. 4.

Greek Monolingual

ἀντιπεριλαμβάνω (Α)
αγκαλιάζω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αγκαλιάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπεριλαμβάνω: в свою очередь обнимать Xen.

Middle Liddell

to embrace in turn, Xen.