ἀσπιδοφέρμων
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φέρβω) living by the shield, i.e. by war, ἀ. θίασος E.Ph.796 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδοφέρμων) -ον
que vive del escudo, belicoso γένναν Σπαρτῶν, ἀσπιδοφέρμονα θίασον E.Ph.796.
German (Pape)
[Seite 373] (φέρβω), θίασος. der sich vom Schilde od. Kriege nährt, Eur. Phoen. 802.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui porte un bouclier ; selon d'autres qui vit de son bouclier, càd de la guerre.
Étymologie: ἀσπίς, φέρω ou φέρβω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδοφέρμων: -ον, (φέρβω) ὁ ἐν ἀσπίδι τραφείς, δηλ. ἐν πολέμῳ, πολεμικός, ἀσπιδοφέρμονα θίασον εὔοπλον Εὐρ. Φοίν. 796.
Greek Monolingual
ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)
αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.
Greek Monotonic
ἀσπῐδοφέρμων: -ον (φέρβω), αυτός που τρέφεται, ζει από την ασπίδα, δηλ. από τον πόλεμο, πολεμικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδοφέρμων: 2, gen. ονος φέρω щитоносный, по друг. φέρβω живущий войной (θίασος Eur.).