ἐπάργυρος

Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, overlaid with silver, κλῖναι Hdt.1.50,9.80, cf. IG12.276, BMus.Inscr.4.481*.472; πανοπλίαι Onos.1.20.

German (Pape)

[Seite 904] mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orné ou plaqué d’argent.
Étymologie: ἐπί, ἄργυρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργῠρος: -ον, ἐπηργυρωμένος, Ἡρόδ. 1. 50., 9. 80.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».

Greek Monotonic

ἐπάργῠρος: -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από ασήμι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάργῠρος: отделанный или выложенный серебром (κλίνη Her.).

Middle Liddell

ἐπ-άργῠρος, ον
overlaid with silver, Hdt.