ἐξαυαίνω

From LSJ
Revision as of 15:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυαίνω Medium diacritics: ἐξαυαίνω Low diacritics: εξαυαίνω Capitals: ΕΞΑΥΑΙΝΩ
Transliteration A: exauaínō Transliteration B: exauainō Transliteration C: eksavaino Beta Code: e)cauai/nw

English (LSJ)

dry up, ὁ νότος . . τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (aor. 1) Hdt.4.173:—Pass., τὰ δένδρεα . . ἐξαυάνθη ib.151, cf. Hp.Carn.11, Ar.Fr.612, Arist.GA 750a22, Hsch. s.v. ἐξευασμένον.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. pas. ἐξαυάνθη Hdt.4.151; perf. part. act. ἐξευηκότες Phot.ε 1190]
I tr. secar completamente, desecar c. ac. ἄνεμος τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε Hdt.4.173, ὅλον ἐξαυαίνειν τὸ δένδρον Thphr.CP 5.12.5, (ὁ νότος) τά τε γὰρ φυόμενα ἐξαυαίνει Hp.Vict.2.38, en v. pas. τοῦ κολλώδεος ... τὸ ὑγρότατον ... ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ... ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον Hp.Carn.11.
II intr., en v. med.-pas.
1 secarse completamente, resecarse c. suj. de plantas τὰ δένδρεα ... ἐξαυάνθη Hdt.l.c., ὁ δὲ φοῖνιξ ... ἐξηυαίνετο X.An.2.3.16 (cód. ap. crít.), τῶν τε γὰρ δένδρων τὰ πολλὰ πολυκαρπήσαντα λίαν ἐξαυαίνεται μετὰ τὴν φοράν Arist.GA 750a22, τὸ δὲ ἱπποσέλινον ... ἐξαυαίνεται Arist.Pr.923a35, τὰ μὲν ἐπέτεια (λαχάνα) ... ἐξαυαίνονται Thphr.HP 7.7.2, cf. Hp. en Erot.37.5
tb. en perf. act. estar seco ἐξευηκότες· ἐξηρασμένοι Phot.ε 1190.
2 consumirse, disminuir ἰσχυρῶν γινομένων πάγων ἐξαυαίνεται ἡ τοῦ θερμοῦ ἰσχύς Arist.Iuu.470a28, εἰ δὲ καὶ ἐξαυαίνοιτο ὑπὸ <τοῦ> λιμοῦ Ael.NA 5.29
consumirse, morir ἐνταῦθα δὴ παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar.Fr.659.

German (Pape)

[Seite 874] ausdörren; ἐξηύηνε Her. 4, 175; ἐξαυάνθη 4, 151, u. so pass. oft; Arist. von Bäumen, verdorren; παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar. fr. inc. 46.

French (Bailly abrégé)

faire sécher ; Pass. se dessécher.
Étymologie: ἐξ, αὐαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυαίνω: ἐντελῶς ἀποξηραίνω, ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (ἀόρ. α΄) Ἡρόδ. 4. 173: - Παθ., τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη αὐτόθι 151, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514.

Greek Monolingual

ἐξαυαίνω (Α) αυαίνω
ξηραίνω («ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα... ἐξηύηνε»).

Greek Monotonic

ἐξαυαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποξηραίνω εντελώς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυαίνω:
1) высушивать (τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.);
2) pass. сохнуть, увядать (τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.); чахнуть (παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to dry quite up, Hdt.