ἐπισκεπής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ές, (σκέπη) covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Thphr.Vent.30.
German (Pape)
[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.
Greek Monolingual
ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.