ἔγχυτος

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχῠτος Medium diacritics: ἔγχυτος Low diacritics: έγχυτος Capitals: ΕΓΧΥΤΟΣ
Transliteration A: énchytos Transliteration B: enchytos Transliteration C: egchytos Beta Code: e)/gxutos

English (LSJ)

ον, A poured in, infused, Aret.CD2.3; ἔγχυτον, τό, injection, Hp.Mul.1.34, Apollon. ap. Gal.12.582. II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also ἐγχῠτοῦς, ὁ, Gloss. 2 ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, infusion, Aret.CA 2.10.

Spanish (DGE)

(ἔγχῠτος) -ον
1 apto para ser instilado, inyectable medic. ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Hp.Mul.1.34, φάρμακα Apollon. en Gal.12.647, κυκλαμίνου χυλὸς ἔ. ἐς τὴν ῥῖνα Aret.CD 1.3.3, ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡς ἔγχυτον Aret.CD 1.2.6
subst. τὸ ἔ. inyectable o irrigación ἀτὰρ ἢν δὲ ἔγχυτον ἐκ τῶνδε ξυστῇ, ἐγχεῖν τῇ ὑστέρῃ Aret.CA 2.10.4, πρὸς ὀδονταλγίαν ἔγχυτα ἐς τὴν ῥῖνα Apollon. en Gal.12.582, cf. 615, 865.
2 subst. ὁ ἔ. cierto pastel relleno o con un baño para las fiestas Targelias, Hippon.108.49, ὁ μάγειρος γὰρ ἐγχύτους ποιεῖ Men.Fr.409.9, θρῖα, τυρόν, ἐγχύτους Euang.1.7, hecho con queso, Chrysipp.Tyan. en Ath.647d, cf. ἔγχουτος, ἔγχυμα.

German (Pape)

[Seite 714] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ ἔγχυτος, sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχῠτος: -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. ἔγχυτος (ἐνν. πλακοῦς), ὁ, πλακοῦς χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10.

Greek Monolingual

ἔγχυτος, -ον (Α)
1. ο χυμένος μέσα σε κάτι
2. το αρσ. ως ουσ.ἔγχυτος
γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον
α) έγχυση
β) έγχυμα.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχῠτος: ὁ (sc. πλακοῦς) формовой пирожок Men.