ἴσαν

From LSJ
Revision as of 17:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσαν Medium diacritics: ἴσαν Low diacritics: ίσαν Capitals: ΙΣΑΝ
Transliteration A: ísan Transliteration B: isan Transliteration C: isan Beta Code: i)/san

English (LSJ)

A they went, 3pl. impf. Ep. of εἶμι (ibo), Hom. II they knew, 3pl. plpf. Ep. of οἶδα, Il.18.405, Od.4.772.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. impf. de εἶμι;
3ᵉ pl. épq. impf. de ἴσημι, savoir;
3ᵉ pl. pqp. épq. de οἶδα.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσαν: ἐπορεύοντο, ἀπήρχοντο· γ΄πληθ. παρατ. Ἐπικ. τοῦ εἶμι. Ὅμ. ἐν Ἰλ. Α. 494, κ. ἀλλ. ΙΙ. ᾔδεσαν, ἐγίγνωσκον, γ΄πληθ. ὑπερσ. Ἐπικ. τοῦ οἶδα, ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772.

English (Autenrieth)

see (1) εἶμι.—(2) εἴδω (Il.).

Greek Monolingual

(I)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. παρατ. του εἶμί, αντί ᾔεσαν ή ᾖσαν) πορεύονταν, απέρχονταν, έφευγαν.
(II)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. του υπερσυντ. του οἶδα, αντί ἤδεσαν) γνώριζαν («ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἴσαν:I. πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (ibo
II. γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.

Russian (Dvoretsky)

ἴσαν:
I эп. 3 л. pl. impf. к εἶμι.
II эп. 3 л. pl. ppf. к οἶδα.