ὑποκελεύω
From LSJ
English (LSJ)
do the duty of a boatswain, give the time in rowing, Luc.Cat.19:—hence ὑπο-κέλευσμα, ατος, τό, Sch. ad loc.
German (Pape)
[Seite 1220] (s. κελεύω), das Geschäft des κελευστής versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκελεύω: ἐκτελῶ τὸ ἔργον κελευστοῦ, ᾄδω τὸ ναυτικὸν κέλευσμα, ἤτοι τὴν ᾠδὴν πρὸς ἣν κωπηλατοῦσιν οἱ ἐρέται, ἦ καὶ ὑποκελεῦσαι δεήσει; Λουκ. Κατάπλ. 19.
Greek Monolingual
ὑποκελεύω ΝΑ κελεύω
νεοελλ.
ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακής
αρχ.
επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκελεύω: подавать (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.