ὑποδέκομαι
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
v. ὑποδέχομαι.
German (Pape)
[Seite 1214] ion. statt ὑποδέχομαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ὑποδέχομαι, Ἡρόδ.
English (Slater)
ὑποδέκομαι welcome ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον (P. 9.9) ὑποδέξωνται fr. 6b. c. γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν (N. 10.8)
Greek Monolingual
Α
βλ. υποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑποδέκομαι: Ιων. αντί ὑπο-δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέκομαι: ион. = ὑποδέχομαι.