ὑϊδοῦς
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (υἱός) son's son, grandson, Pl.Lg.925a, X.An.5.6.37, D.43.73; written υἱιδοῦς in Arist.HA585b34, Paus.4.15.3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑϊδοῦς: -οῦ, ὁ, (ὑιὸς) ὡς τὸ υἱδεύς, υἱὸς υἱοῦ, ἔγγονος, Πλάτ. Νόμ. 925Α, Ξεν. Ἀν. 5 6, 37, Δημ. 1075. 28· φέρεται υἱϊδοῦς παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6, Παυσ. 4. 15. 32. - Ἡ αὐτὴ ποικιλία ἀπαντᾷ ἐν τοῖς λοιποῖς τύποις, ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἓν μόνον ι, δηλ. ὑΐδιον, οὐχὶ υἱΐδιον, τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ., τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Κ. σ. 83.
Greek Monotonic
ὑϊδοῦς: -οῦ, ὁ (υἱός), όπως το ὑϊδεύς, εγγονός, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑϊδοῦς: οῦ ὁ внук Xen., Plat.