τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: ἀσκεία | Medium diacritics: ἀσκεία | Low diacritics: ασκεία | Capitals: ΑΣΚΕΙΑ |
Transliteration A: askeía | Transliteration B: askeia | Transliteration C: askeia | Beta Code: a)skei/a |
ἡ, (ἀσκέω) = ἄσκησις, Hsch.
[Seite 371] ἡ, = ἄσκησις, Hesych.
ἀσκεία: ἡ, «ἀσκεία· θρησκεία, εὐσέβεια, κόσμησις» Ἡσύχ.
θρησκεία, εὐσέβεια. κόσμησις Hsch.