ἐνσωμάτωσις
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
εως, ἡ, incarnation, embodiment, τῶν ψυχῶν Iamb. ap. Stob.1.49.40, cf. Anon. in Tht.57.30, Herm. ap. Stob.1.49.44.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, die Einkörperung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσωμάτωσις: -εως, ἡ ἐνσάρκωσις, Ἀθαν. 1. σ. 40, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 129Β, κλ.· κόλασις γὰρ αὐταῖς (ταῖς ψυχαῖς) ἡ ἐνσωμάτωσις Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 910.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 vida corporal χρόνος τῆς ἐνσωματώσεως Arist.Fr.193, cf. Clem.Al.Strom.4.12.88.
2 incorporación del alma a un cuerpo, reencarnación Anon.in Tht.57.30, Corp.Herm.Fr.23.40, c. gen. τῶν ψυχῶν Procl.in Ti.3.348.7, cf. Numen.48.
3 crist. encarnación de Cristo, Origenes Cels.1.43, Origenes Io.6.35, Ath.Al.Inc.4, Basil.M.29.305C, Ast.Am.Hom.1.4.2, Const.Or.S.C.16.