disposición
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Spanish > Greek
ἀδνοτατίων, ἔνστασις, διάστολον, διασκευή, διακόσμησις, διάταξις, διάσταλμα, ἀπάρτισις, διάθεσις, διάληψις, διατύπωσις, ἐγκατασκευή, ἀπόνευμα, ἔνταξις, διάταγμα, διαταγή, ἁρμονία, διαθεσμοθέτησις, διανέμησις, διανομή, βυβλίδιον, διαστολή, ἀνάταξις, αἵρεσις