βεβαίως
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
French (Bailly abrégé)
adv.
solidement, fermement, sûrement;
Cp. βεβαιότερον, Sp. βεβαιότατον.
Étymologie: βέβαιος.
Russian (Dvoretsky)
βεβαίως:
1) уверенно, с уверенностью, наверняка, твердо (εὖ φρονεῖν Eur.; β. οὐκ᾽ οἶδα Dem.; ἀπαγγέλλειν Plut.);
2) устойчиво, постоянно, оседло (Ἑλλὰς β. οἰκουμένη Thuc.);
3) надежно, прочно (κλῃστός Thuc.).