Φωκαιεύς
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
Attic Φωκαεύς, ὁ, Phocaean, Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.
Middle Liddell
a Phocaean, Hdt., Thuc.