υποθάλπω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφάυποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).