επιστρεπτικός

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιοςἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῑ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).