ευμέθοδος

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμέθοδος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῦ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβήςεὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ευμέθοδο(ν)
η μεθοδικότητα
μσν.-αρχ.
ο τακτοποιημένος καλά.
επίρρ...
ευμεθόδως (ΑΜ εὐμεθόδως)
με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.