εξυβρίζω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»).