ρυπαρός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥυπαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» — λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αγενής, αγροίκος
2. (για νόμισμα) κατασκευασμένος από ευτελές μέταλλο ή από μίγμα αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς τεσσαράκοντα», πάπ.)
3. (για σιτηρά) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) μικροπρεπής ή αισχροκερδής ή φιλάργυρος.
επίρρ...
ρυπαρώς / ῥυπαρῶς ΝΜΑ, και ρυπαρά Ν
με ρυπαρό, ανήθικο τρόπο
αρχ.
με μικροπρεπή τρόπο, με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].