αἰσχρολόγος
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ον, foul-mouthed, and Adv. αἰσχρολόγως, Poll.6.123, 8.80,81.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lenguaje obsceno, mal hablado Poll.6.123, 8.80, Didache 3.3, Basil.M.29.476A.
2 adv. -ως diciendo cosas obscenas Poll.8.81.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολόγος: -ον, ὁ αἰσχρὰ λέγων, καὶ ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. 6. 123., 8. 30. 81.
Greek Monolingual
ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].
Translations
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος; Ancient Greek: αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, βρωμολόγος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt