τραπέζιο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το / τραπέζιον, ΝΑ τράπεζα
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή τράπεζα, τραπεζάκι
2. μαθημ. επίπεδο τετράπλευρο που έχει τις δύο πλευρές παράλληλες και άνισες
νεοελλ.
1. όργανο γυμναστικής με δύο στερεά σχοινιά που αιωρούνται και τα οποία ενώνονται στα ελεύθερα άκρα τους με μια σκληρή ράβδο
2. φρ. α) «ισοσκελές τραπέζιο» — τραπέζιο του οποίου οι μη παράλληλες πλευρές είναι ίσες
β) «ορθογώνιο τραπέζιο» — τραπέζιο που έχει τη μία από τις μη παράλληλες πλευρές κάθετη στις βάσεις
γ) «τραπέζιο διαμόρφωσης»
(ραδιοτεχν.) σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του παλμογράφου και χρησιμεύει για τον έλεγχο διαμόρφωσης ενός ραδιοφωνικού πομπού
αρχ.
1. το τραπέζι του αργυραμοιβού
2. δείπνο.