μαϊντανός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και μαϊδανός, ο
1. κοινή ονομασία του διετούς φυτού «πετροσέλινο το ήμερο», του γένους πετροσέλινο, που καλλιεργείται για τα αρωματικά φύλλα του ή για τη σαρκώδη ρίζα του, η οποία αποτελεί λαχανικό με λεπτότατη γεύση, αλλ. μακεδονήσι
2. πρόσωπο που ξεφυτρώνει παντού και αναμιγνύεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < τουρκ. maĭdanoz < ελλ. μακεδονήσι].