μαϊντανός
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
και μαϊδανός, ο
1. κοινή ονομασία του διετούς φυτού «πετροσέλινο το ήμερο», του γένους πετροσέλινο, που καλλιεργείται για τα αρωματικά φύλλα του ή για τη σαρκώδη ρίζα του, η οποία αποτελεί λαχανικό με λεπτότατη γεύση, αλλ. μακεδονήσι
2. πρόσωπο που ξεφυτρώνει παντού και αναμιγνύεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < τουρκ. maĭdanoz < ελλ. μακεδονήσι].