πτώμα

From LSJ
Revision as of 10:03, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

το / πτῶμα, ΝΜΑ
το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.
γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα πτώμα με αυτήν την αρρώστια»)
μσν.-αρχ.
1. η πτώση, το πέσιμο («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», Σοφ.)
2. ηθική κατάπτωση («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)
αρχ.1. (σε οικοδόμημα) το πεσμένο, γκρεμισμένο μέρος
2. ρήγμα σε τοίχο
3. οτιδήποτε πεσμένο κάτω («πτώματα ἐλαιῶν»)
4. μέτρηση οφειλομένων, καταβολή χρέους
5. εξοφλητικό, απόδειξη καταβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -μα].