ἀφοσίωσις

Revision as of 08:01, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, A purification, expiation, D.H.2.52: pl., Plu.2.302b; defined as ὁσιότητος παραλελειμμένης ἀποπλήρωσις Herm.in Phdr.p.94A. 2 doing as matter of form, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν = for form's sake, Plu.Eum.12; τιμῆς ἀφοσίωσις outward, formal respect, Id.Tim.39; κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.Pr.171.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación, expiación Ῥωμύλῳ δεινὸν ἐφαίνετο τὸ πάθος καὶ ταχείας ἀφοσιώσεως δεόμενον D.H.2.52, διὰ τί ... χρῶνται ... πρὸς τὰς ἀφοσιώσεις καὶ τοὺς καθαρμούς; Plu.2.302b.
2 realización de algo como pura fórmula, excusa, justificación οὐ τιμῆς ἀφοσίωσιν ἐπεδείκνυντο Plu.Tim.39, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν por puro formulismo Plu.Eum.12, κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.in Prm.171, cf. POxy.2666.2.3 (IV d.C.).
3 execración, maldición ὁμοίᾳ ἀφοσιώσει καταδικάζομεν Leo Mag.ML 54.844A.

German (Pape)

[Seite 414] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως ἕνεκα, nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς ἀφοσίωσις Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification, expiation;
2 accomplissement d'un devoir pour la forme : ἀφοσιώσεως ἕνεκα PLUT par acquit de conscience.
Étymologie: ἀφοσιόομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφοσίωσις: εως ἡ выполнение долга: ἀφοσιώσεως ἕνεκα Plut. для очистки совести; ἀ. τιμῆς Plut. оказание (чисто) внешних почестей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, καθαρμός, ἁγνισμός, Διον. Ἁλ. 2. 52. 2) πρᾶξίς τις γινομένη διὰ τὸν τύπον, ἀφοσιώσεως ἕνεκα, χάριν τοῦ τύπου, Πλουτ. Εὐμ. 12· τιμῆς ἀφοσίωσις, ἐξωτερικός, τυπικὸς σεβασμός, ὁ αὐτ. Τιμολ. 39.

Greek Monotonic

ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, εξιλέωση· ἀφοσιώσεως ἕνεκα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[From ἀφοσιόω
expiation: ἀφοσιώσεως ἕνεκα for form's sake, Plut.