κλαΐς
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
gen. κλαῖδος and κλαΐδος, ἁ, Doric for κληΐς, κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] ῗδος, ἡ, dor. = κλείς, Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαΐς Dor. voor κλείς.
Russian (Dvoretsky)
κλαΐς: κλᾱῗδος ἡ Pind. = κλείς.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾱΐς: γεν, κλᾱῖδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ κληΐς, κλείς, λατ. clavis.