τρικόνητος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον, thrice descerving to be killed, Hsch.; cf. ἐπικονέω, κονή.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόνητος: -ον, «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κονῶ (< κονή «φόνος»), πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἐπι-κονίω ή ἐπικονῶ].