λατύπος

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτύπος Medium diacritics: λατύπος Low diacritics: λατύπος Capitals: ΛΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: latýpos Transliteration B: latypos Transliteration C: latypos Beta Code: latu/pos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτύπος: (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monolingual

λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορειτύπος, χαμαιτύπος.