μαγάδης

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαγάδης: -ου, ὁ, = μάγαδις, Ἀνακρ. (Ἀποσπ. 5) παρ’ Ἀθην. 634C, ἔνθα τὸ μάγαδιν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, καὶ ἐπανορθωτέον, μαγάδην ἐκ τοῦ Πολυδ. Δ΄, 61. Ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. (ἐν λ. μαγάδεις), μαγάδης αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδῃ εἶναι σφάλματα τοῦ ἀντιγραφέως ἀντὶ μάγαδις αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδει.

Greek Monolingual

μαγάδης, ὁ (Α)
η μάγαδις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους].