συνομνύω

From LSJ
Revision as of 06:45, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομνύω Medium diacritics: συνομνύω Low diacritics: συνομνύω Capitals: ΣΥΝΟΜΝΥΩ
Transliteration A: synomnýō Transliteration B: synomnyō Transliteration C: synomnyo Beta Code: sunomnu/w

English (LSJ)

v. συνόμνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α
(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ορκίζομαι μαζί με άλλον
2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», Αισχύλ.)
3. συνέρχομαι σε σύνδεσμο ή συμμαχία
4. συνομολογώ συμμαχία («ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων, ὑμῖν τε ξυνώμοσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμνυμι/ ὀμνύω «ορκίζομαι»].