τριπέδων
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) a slave who has been often in fetters, Ar.Byz. ap. Hdn.Epim.289, Eust.725.30, 1542.49.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπέδων: -ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) δοῦλος τρὶς δεσμευθείς, ἢ κάλλιον «ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Μ
δούλος ή κακοποιός που του έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψιπέδων.