διχασμός

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχασμός Medium diacritics: διχασμός Low diacritics: διχασμός Capitals: ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dichasmós Transliteration B: dichasmos Transliteration C: dichasmos Beta Code: dixasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A division into two parts, Aq.De.14.6. 2 division by two, Nicom.Ar.1.10. II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.

Greek Monolingual

ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.