δεισίθεος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, = foreg., Poll.1.21.
Spanish (DGE)
-ον
temeroso de los dioses, religioso Poll.1.21, Hsch.δ 1966, Anecd.Ludw.159.4.
Greek (Liddell-Scott)
δεισίθεος: -ον, = τῷ προηγ., Πολυδ. Α΄, 21, Πρόκλ. Ὕμ. Μουσ. 12.
Greek Monolingual
δεισίθεος, -ον (Α)
ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεισίθεος -ον [δείδω, θεός] godvrezend.