διοικήτρια
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, housekeeper, Sch.Ar. Ec.212.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ama de casa Hsch.s.u. ταμίη, Sch.Ar.Ec.212, Sch.E.Hipp.964D.
Greek (Liddell-Scott)
διοικήτρια: ἡ, ἡ τὸν οἶκον διευθύνουσα, οἰκονόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 212.
Greek Monolingual
διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του διοικητής.