Μουσαγέτης

From LSJ
Revision as of 18:15, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Russian (Dvoretsky)

Μουσᾱγέτης: ου ὁ дор. = Μουσηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

Μουσαγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ Μουσηγέτης, ὁ ἡγέτης τῶν Μουσῶν, Λατ. Musagetes, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Ἀποσπ. 82, Πλάτ. Νόμ. 653C, Διόδ., κλ.· καὶ Μουσηγέτα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2342· - ὁ Ἡρακλῆς ὡσαύτως καλεῖται Μουσαγέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5987. - Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 430. [ᾱ κυρίως, ὡς παρὰ Πινδ. ἀλλὰ ᾰ ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 34. 6].

Greek Monotonic

Μουσᾱγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. αντί Μουσ-ηγέτης, ο αρχηγός των Μουσών, Λατ. Μusagetes, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Μουσ-ᾱγέτης, ου, ὁ, [doric for Μουσηγέτης
leader of the Muses, Lat. Musagetes, of Apollo, Plat.