Μουσαγέτης
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Middle Liddell
Μουσ-ᾱγέτης, ου, ὁ, Doric for Μουσηγέτης
leader of the Muses, Lat. Musagetes, of Apollo, Plat.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, Musenführer, so heißt Apollo; Pind. fr. 82; Paus. 1.2.4; Plut. Symp. 9.14.
[Orph. H. 33.6 ist α kurz.]
Russian (Dvoretsky)
Μουσᾱγέτης: ου ὁ дор. = Μουσηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
Μουσαγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ Μουσηγέτης, ὁ ἡγέτης τῶν Μουσῶν, Λατ. Musagetes, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Ἀποσπ. 82, Πλάτ. Νόμ. 653C, Διόδ., κλ.· καὶ Μουσηγέτα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2342· - ὁ Ἡρακλῆς ὡσαύτως καλεῖται Μουσαγέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5987. - Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 430. [ᾱ κυρίως, ὡς παρὰ Πινδ. ἀλλὰ ᾰ ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 34. 6].
Greek Monotonic
Μουσᾱγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. αντί Μουσ-ηγέτης, ο αρχηγός των Μουσών, Λατ. Μusagetes, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πλάτ.