Μουσηγέτης
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
leader of the Muses, epithet of Apollo; v. Μουσαγέτας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur des Muses (Apollon).
Étymologie: μοῦσα, ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
Μουσηγέτης: дор. Μουσᾱγέτης, ου ὁ Мусагет, «Предводитель муз» (эпитет Аполлона) Pind., Plat., Plut.
German (Pape)
ὁ, gew. in dor. Form Μουσαγέτης, vgl. Lobeck Phryn. 430.